- γανοειδείς
- Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι συγκεντρωμένα στα γλυκά νερά ή μεταναστεύουν από τις θάλασσες στους ποταμούς. Οι χαρακτήρες τους είναι πρωτόγονοι και γι’ αυτό παρουσιάζουν ομοιότητες με τα απολιθωμένα ψάρια. Ο σκελετός τους είναι λίγο εξελιγμένος και αποτελείται από χόνδρο ή παρουσιάζει μερική οστεοποίηση. Το σώμα, εκτός από την κεφαλή, καλύπτεται με πυκνά χαρακτηριστικά λέπια, εξωτερικά επενδεδυμένα με ένα είδος σμάλτου που λέγεται γανοΐνη και εσωτερικά είναι οστέινα, ρομβοειδούς μορφής, τοποθετημένα σε κανονικές θέσεις και αρθρωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το ραχιαίο πτερύγιο δεν είναι συνεχές ή μπορεί να λείπει, ενώ το ουραίο πτερύγιο είναι ετερόκερκο. Τα βράγχια καλύπτονται με το επικάλυμμα· το έντερο είναι σπειροειδές όπως στους σελάχιους. Οι γ. είναι ωοτόκοι με πολύ μικρά αβγά που τα αποθέτουν κατά εκατομμύρια.
Οι γ. υποδιαιρούνται στις ακόλουθες τάξεις, στις οποίες ανήκουν συνολικά πέντε οικογένειες: (α) τάξεις χονδρόστεων: οξυρρυγχοειδείς (οικογένειες οξυρρυγχίδες και πολυοδοντίδες) και πολυπτερύγιοι (με την οικογένεια πολυπτερίδες), (β) τάξεις ολόστεων: πρωτοσπόνδυλοι (με την οικογένεια αμιίδες) και γιγγλυμώδεις (με την οικογένεια λεπιδοστεΐδες).
Οι οξυρρυγχίδες ή ατσιπενσερίδες περιλαμβάνουν τους οξύρρυγχους του γένους ατσιπένσερ, με ρύγχος οξύ σαν μυτερό φτυάρι, που ζουν στις εύκρατες και κρύες θάλασσες του βόρειου ημισφαιρίου και μπαίνουν στους ποταμούς για να αποθέσουν τα αβγά τους, και τους οξύρρυγχους με ρύγχος πλατύ σαν φτυαράκι (το σκαφιρρύγχος), που ζουν διαρκώς στους ποταμούς της Βόρειας Αμερικής και της Σιβηρίας. Τα ψάρια αυτά έχουν στο μπροστινό τμήμα του σώματός τους πέντε σειρές λέπια γανοειδή, από τις οποίες μία είναι στη ράχη, δύο στις πλευρές και δύο στην κοιλιά. Το στόμα, με σχήμα μακρόστενου σωλήνα, δεν έχει δόντια και γι’ αυτό οι οξύρρυγχοι τρέφονται με μικροοργανισμούς από την άμμο. Οι οξύρρυγχοι είναι περιζήτητοι για το πολύ νόστιμο κρέας τους, τα αβγά τους που δίνουν το χαβιάρι και τη νηκτική κύστη, με την οποία γίνεται η ψαρόκολλα. Ο μεσογειακός οξύρρυγχος ο κοινός, του οποίου το μήκος μπορεί να φτάσει τα 4 μ., είναι γνωστός στην Ελλάδα με το όνομα μουρούνα ή στουριόνι. Την άνοιξη ανέρχεται τον Πηνειό για να αποθέσει τα αβγά του.
Οι πολυοδοντίδες έχουν γυμνό δέρμα και είναι εφοδιασμένοι με υπόλοιπα από γανοειδή λέπια κάτω από το δέρμα και στις βάσεις των πτερυγίων. Το ρύγχος τους είναι αρκετά μακρύ και έχει σχήμα κωνικού ράμφους ή σπάτουλας. Το πιο γνωστό είδος είναι η πολυόδους η σπάθη, που ζει στους ποταμούς της Νότιας Αμερικής. Έχει ρύγχος μακρύ και πεπλατυσμένο, ίσο με το μισό του σώματός του, και με αυτό μετακινεί την άμμο του πυθμένα για να βγάζει την τροφή του.
Στους μεγάλους ποταμούς της Κίνας ζει ένας άλλος πολυόδους, η ψέφουροςη μάχαιρα. Οι πολυπτερίδες αντιπροσωπεύονται από τα γένη πολύπτερος και καλαμοϊχθύς, των οποίων τα είδη ζουν στους ποταμούς και στις λίμνες της Αφρικής. Τα ψάρια αυτά έχουν μεγάλες διαστάσεις και καλύπτονται ολόκληρα από γανοειδή λέπια, τα οποία είναι τοποθετημένα σε λοξές γραμμές και σχηματίζουν μια θωράκιση. Το ραχιαίο πτερύγιο δεν είναι συνεχές, αλλά αποτελείται από μια σειρά ακανθών. Οι πολυπτερίδες έχουν στην κοιλιά τους μια νηκτική κύστη με δύο λοβούς που επικοινωνεί με το έντερο· με αυτήν αναπνέουν στην περίοδο της ξηρασίας, όταν πέφτουν σε λήθαργο και παραμένουν βυθισμένοι στις λάσπες των ποταμών.
Οι πολυπτερύγιοι την ημέρα είναι κρυμμένοι κάτω από τις πέτρες· το βράδυ εγκαταλείπουν τα καταφύγιά τους και κυνηγούν αμφίβια ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή.
Οι λεπιδοστεΐδες εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της τριτογενούς περιόδου. Οι γ. αυτοί είναι θωρακισμένοι με γανοειδή λέπια. Έχουν σώμα αρκετά μακρύ με ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο, πολύ ατροφικά και μεγάλα σαγόνια με πολλά δόντια. Η οικογένεια περιλαμβάνει το γένος λεπιδόστεος, είδη του οποίου ζουν στις λίμνες και στους ποταμούς των ΗΠΑ και του Μεξικού. Καταπίνουν αέρα στην επιφάνεια της θάλασσας, αν και η νηκτική τους κύστη έχει ως δευτερεύουσα λειτουργία την αναπνοή.
Οι αμιίδες καλύπτονται με κυκλοειδή λέπια, που η πρωτόγονη κατασκευή τους τα κάνει να θεωρούνται ζωντανά απολιθώματα. Η νηκτική κύστη χρησιμεύει ως δευτερεύον όργανο αναπνοής. Τυπικό είδος αυτής της οικογένειας είναι η άμφια η φαλακρή, που ζει στους ποταμούς και στις λίμνες της Βόρειας Αμερικής.
Οι γανοειδείς ήταν πολυάριθμοι στους διάφορους γεωλογικούς αιώνες, σήμερα όμως απομένουν ελάχιστα γένη με πρωτόγονους χαρακτήρες. Πάνω, πολύπτερος ο μπισίρ, των αφρικανικών ποταμών. Στη μέση, είδος του γένους λεπιδόστεος. Κάτω, πολυόδους των ποταμών της Νότιας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.